2.   Το πλαίσιο

 

2.1     Η έννοια του "κοινωνικού κόστους" και η σημασία του στην βιώσιμη παραγωγή και χρήση του δομημένου χώρου

Κάθε ανθρώπινο τεχνικό προϊόν χαρακτηρίζεται από το απαιτούμενο για την παραγωγή του "κοινωνικό κόστος". Η προσπάθεια ελαχιστοποίησης του κοινωνικού κόστους μιας παραγωγής συμβατής με τις εκάστοτε κοινωνικές υλικές και πολιτισμικές ανάγκες και αξίες έχει αποτελέσει ιστορικά μορφογενετικό παράγοντα, έχει δηλαδή καθορίσει ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες την μέθοδο παραγωγής και μέσω αυτής τα δομικά και μορφικά χαρακτηριστικά του προϊόντος της.

Είναι γνωστό ότι στις σύγχρονες ιστορικές συνθήκες ο οικονομικός ανταγωνισμός προσδίδει στην παραγωγή επεκτατικό χαρακτήρα πολλαπλασιάζοντας τα προϊόντα και την κατανάλωση πόρων, ενώ δημιουργεί μεγάλες και σύνθετες παραγωγικές μονάδες. Σε αυτές τις συνθήκες η εφαρμογή μεθόδων μείωσης του κοινωνικού κόστους της παραγωγής αποτελεί ταυτόχρονα κοινωνικό αίτημα και συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των παραγωγών που θα την υιοθετήσουν. Επίσης από αυτήν εξαρτάται η "βιωσιμότητα" της κοινωνικής παραγωγής που απειλείται από την ραγδαία εξάντληση των πόρων της. Παράγοντες που αντιτίθενται στην εφαρμογή τέτοιων μεθόδων είναι το κόστος μετάβασης από τις καθιερωμένες μεθόδους στις νέες, η ανάπτυξη παράλληλων οικονομικών δραστηριοτήτων σχετικών με προϊόντα που αποτελούν πόρους των καθιερωμένων μεθόδων, και το υψηλό επίπεδο δικτύωσης των μεγάλων παραγωγικών μονάδων σε ένα ενιαίο αυτοσυντηρούμενο σύστημα που διεισδύει στους τομείς της οικονομίας, της εκπαίδευσης και της πολιτικής εξουσίας.

Η παραγωγή και χρήση του δομημένου χώρου, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων υποδομής, αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της συνολικής κοινωνικής παραγωγής και απορροφά σημαντικό μέρος των πόρων της (μεταξύ αυτών και ο ανθρώπινος χρόνος εργασίας), ενώ επίσης εξαντλεί τους περιβαλλοντικούς πόρους από τους οποίους εξαρτάται. Η αναζήτηση "βιώσιμων" μεθόδων στον συγκεκριμένο τομέα έχει ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στην οργάνωση ενός γενικότερου "βιώσιμου" τρόπου ανάπτυξης.

 

2.2     Η καθιερωμένη και η "ολιστική" προσέγγιση

Το καθιερωμένο πρότυπο παραγωγής και χρήσης του δομημένου χώρου χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό ανεξάρτητων δραστηριοτήτων στα πλαίσια κεντρικά ελεγχόμενων προγραμμάτων διαχείρισης έργου. Η δυνατότητα κεντρικού συντονισμού των ανεξάρτητων δραστηριοτήτων υπόκειται σε περιορισμούς πολυπλοκότητας. Αυτοί, σε συνδυασμό με την φύση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων υποβάλλουν την ανταγωνιστική λειτουργία των τελευταίων, καθώς καθεμιά πραγματοποιείται εις βάρος άλλης, επιβαρύνοντας περισσότερο το κοινωνικό κόστος και πολλαπλασιάζοντας την κατανάλωση πόρων. Πολλές παραγωγικές δραστηριότητες προϋποθέτουν άλλες και έτσι πραγματοποιούνται σειριακά, ή ακόμη και σε επαναλαμβανόμενους κύκλους, με αποτέλεσμα να επιμηκύνεται κατά πολύ ο συνολικός χρόνος παραγωγής. Πιθανές επιμέρους αστοχίες μπορεί να προκαλέσουν αλυσιδωτά αστοχίες μεγαλύτερης κλίμακας με σημαντικές συνέπειες στο κοινωνικό κόστος του έργου. Το προϊόν της παραγωγής είναι άκαμπτο, δεν είναι δυνατή δηλαδή η εκ των υστέρων προσαρμογή του σε διαφορετικές συνθήκες χωρίς την σημαντική δαπάνη κοινωνικού κόστους. Επίσης τέτοια δαπάνη προκύπτει από την ανταγωνιστική σχέση του έργου με το φυσικό περιβάλλον και επομένως την μη αξιοποίηση ή και την καταστροφή περιβαλλοντικών πόρων. Η συγκεκριμένη ανταγωνιστική σχέση καθορίζεται από την ανεξάρτητη θεώρηση έργου και περιβάλλοντος στην οποία τείνει το μοντέλο του κεντρικού σχεδιασμού.

Μια διαφορετική προσέγγιση στην παραγωγή και χρήση του δομημένου χώρου είναι η "ολιστική" προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία τόσο οι ανθρώπινες δραστηριότητες παραγωγής και χρήσης όσο και τα διαφορετικά συστήματα και χαρακτηριστικά του έργου θεωρούνται σε ένα κοινό ενοποιητικό πλαίσιο και στα πλαίσια αυτού λειτουργούν συνεργιστικά ως ενιαίο "ολοκληρωμένο" σύστημα. Η ίδια προσέγγιση αφορά επίσης στην λειτουργική ενοποίηση του έργου με το φυσικό περιβάλλον. Χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός ολοκληρωμένου συστήματος—οι οποίες προκύπτουν από την συμβατότητα των μερών του—είναι η οικονομική συγκρότηση και λειτουργία καθώς και η "προσαρμοστικότητα", δηλαδή η δυνατότητα να μεταβάλλεται με μικρό κόστος ώστε να ανταποκρίνεται σε διαφορετικές συνθήκες. Μια σημαντική πλευρά της οικονομικής παραγωγής και χρήσης του δομημένου χώρου, αφορά στο κόστος πληροφορίας (αυτό είναι το τμήμα του κοινωνικού κόστους που αφορά εργασίες παραγωγής πληροφορίας: πχ επίλυση προβλημάτων σχεδιασμού ή παραγωγής) και εκφράζεται με την υιοθέτηση επιμέρους λύσεων οι οποίες παρουσιάζουν δυνατότητα τοπικής ή χρονικής επανάχρησης. Επίσης η ολιστική προσέγγιση προβλέπει την κατάργηση της μονοδιάστατης εξάρτησης μεταξύ των παραγωγικών ή λειτουργικών δραστηριοτήτων, γεγονός που επιτρέπει την ταυτόχρονη τέλεσή τους: αυτό συνεπάγεται σημαντική μείωση του συνολικού χρόνου που απαιτείται για αυτές, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομία και την προσαρμοστικότητα του αντικειμένου τους.

Η "ολιστική" προσέγγιση συνδέεται με ορισμένες σύγχρονες τάσεις στην "μηχανολογία συστημάτων" (system engineering): βλ. Bar-Yam, 2003.

 

2.3     Το πρότυπο του έμβιου κόσμου και το θεωρητικό πλαίσιο των "πολύπλοκων δυναμικών συστημάτων"

Η ιστορική μελέτη των μεθόδων παραγωγής και χρήσης του δομημένου χώρου σύμφωνα με τις εκάστοτε τοπικές συνθήκες αποκαλύπτει την ύπαρξη φαινομένων που χαρακτηρίζουν επίσης την ανάπτυξη και την συμπεριφορά των έμβιων οργανισμών. Τέτοια φαινόμενα, όπως η διαμόρφωση στην βάση της εξέλιξης, η δυναμική προσαρμογή στο τοπικό περιβάλλον, ο μορφογενετικός ρόλος της οικονομικής χρήσης των διαθέσιμων πόρων, καθώς και η αυθόρμητη ανάπτυξη και αυτοδιαμόρφωση έχουν μελετηθεί στο θεωρητικό πλαίσιο των "πολύπλοκων δυναμικών συστημάτων" το οποίο παρέχει αρχές κατάλληλες για την θεμελίωση μιας ολιστικής προσέγγισης στην παραγωγή και χρήση του δομημένου χώρου. Τέτοιες βασικές αρχές είναι το "αναπτυξιακό" πρότυπο, δηλαδή η δημιουργία του συστήματος μέσω της αλληλεπίδρασης στοιχειωδών μονάδων και της παραγωγής σταδιακά συνθετότερων μερών του, και η ανάπτυξη "αναδυόμενων ιδιοτήτων" (emergent properties), δηλαδή ιδιοτήτων οι οποίες ενώ δεν χαρακτηρίζουν τα μέρη προκύπτουν από την σχέση των μερών και χαρακτηρίζουν το σύνολο. Επίσης βασική αρχή είναι η δυνατότητα ταυτόχρονης εκδήλωσης των αλληλεπιδράσεων και επομένως η παραγωγή φαινομένων που ανάλογα με τον τρόπο συγχρονισμού τους επηρεάζουν διαφορετικά την πορεία του συστήματος. Αυτό προσδίδει στο σύστημα ποικιλομορφία και προσαρμοστικότητα.

 

2.4     Τα " συστήματα ολοκληρωμένης δόμησης" ως μέθοδοι με γενικότητα εφαρμογής

Η έννοια του "συστήματος" δόμησης περιγράφει μια γενική μέθοδο δόμησης εφαρμόσιμη σε διαφορετικές συνθήκες και χρόνους. Έτσι σχετίζεται άμεσα με την δυνατότητα επανάχρησης πληροφορίας. Η γενικότητα εφαρμογής αποτελεί σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης ενός τέτοιου συστήματος και εξαρτάται από την ποικιλομορφία και την προσαρμοστικότητά του. Οριακά μπορεί να επαρκεί για την κάλυψη αρκετά σημαντικού μέρους των κοινωνικών αναγκών επί του δομημένου χώρου ώστε να μπορεί να αποτελέσει πρότυπο δόμησης. Η βιωσιμότητα ενός τέτοιου προτύπου εξαρτάται από τον βαθμό ολοκλήρωσης του συστήματος καθώς αυτός καθορίζει την σχέση των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών του δομημένου χώρου με τους πόρους που θα πρέπει να δαπανηθούν για αυτά.

Συχνά χαρακτηρίζουμε ως "συστήματα δόμησης" τα διάφορα συστήματα προκατασκευής, των οποίων ωστόσο η χαμηλή ποικιλομορφία και προσαρμοστικότητα περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής. Τα συστήματα προκατασκευής συνήθως δεν βασίζονται στην ολιστική προσέγγιση και έτσι παρουσιάζουν χαμηλό βαθμό ολοκλήρωσης. Επίσης η συνεισφορά τους στην μείωση του κοινωνικού κόστους του δομημένου χώρου υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς καθώς προϋποθέτουν εξειδικευμένες μονάδες παραγωγής.

Ένα σύστημα δόμησης σχεδιασμένο με βάση την ολιστική προσέγγιση θα πρέπει να συγκεντρώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν "σύστημα ολοκληρωμένης δόμησης".

 

2.5     Η "ολιστική" προσέγγιση στο επίπεδο της οργάνωσης των παραγωγών

Οι καθιερωμένες παραγωγικές σχέσεις βασίζονται στην εμπορευματική συναλλαγή μεταξύ ανεξάρτητων παραγωγικών μονάδων και στην ιεραρχική οργάνωση του ανθρώπινου δυναμικού το οποίο στελεχώνει τις τελευταίες. Και οι δυο αυτές αρχές συγκλίνουν σε ένα άκαμπτο και χαμηλού βαθμού "ολοκλήρωσης" παραγωγικό σύστημα. Συγκεκριμένα, ο καθαρά εμπορευματικός χαρακτήρας της παραγωγής υπαγορεύει με ιδιαίτερα περιοριστικό τρόπο τα χαρακτηριστικά της, προσδιορίζοντάς τα με βάση τον στόχο του άμεσου κέρδους των παραγωγών. Έτσι αυτά ανεξαρτητοποιούνται τόσο από τα επιθυμητά χαρακτηριστικά ενός συνολικού προϊόντος όπως ο δομημένος χώρος, όσο και από το μακροπρόθεσμο συνδυαστικό οικονομικό όφελος των ίδιων των παραγωγών. Επίσης η ιεραρχική οργάνωση συνεπάγεται κεντρική διαχείριση της πληροφορίας που αφορά στον σχεδιασμό της παραγωγής και στην μέθοδο χρήσης του έργου, γεγονός που περιορίζει την δυνητική συνεισφορά σε πληροφορία μεγάλου μέρους του ανθρώπινου δυναμικού που συμμετέχει στην παραγωγή ή την χρήση. Αυτό περιορίζει την ποικιλομορφία του δομημένου χώρου που απαιτείται για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.

Η ολιστική προσέγγιση ευνοεί μορφές οργάνωσης των παραγωγών οι οποίες αποκλίνουν από το πλαίσιο των καθιερωμένων παραγωγικών σχέσεων και προσανατολίζονται στην ομότιμη συνεισφορά για την παραγωγή καινοτομικών προϊόντων από τα οποία μπορεί να προκύψει μακροπρόθεσμα αμοιβαίο όφελος. Χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προτύπου είναι το χαμηλό κόστος οργάνωσης, η δυναμική διαμόρφωση των σχέσεων στις οποίες βασίζεται ο συνολικός παραγωγικός μηχανισμός, η ασύγχρονη δραστηριοποίηση των παραγωγών και η γενίκευση των κινήτρων, των σχέσεων και των μορφών παραγωγής. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι διάφορες μορφές ολοκλήρωσης της παραγωγής κερδίζουν έδαφος, εφαρμόζονται σε διαφορετικούς τομείς και αποτελούν αντικείμενο σχετικής έρευνας. Στην βάση αυτή καταθέτουμε ανοικτή πρόταση δραστηριοποίησης πάνω στο αντικείμενο της ολοκληρωμένης δόμησης.

 

HOME